λινόζευκτος

λινόζευκτος
λῐνό-ζευκτος δεσμός
A flaxen bond, Opp.H.4.79.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λινόζευκτος — λινόζευκτος, ον (Α) συνδεδεμένος με λινές κλωστές («λινόζευκτος δεσμός», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ζευκτος (< ζεύγνυμι), πρβλ. αμφί ζευκτος, τετρά ζευκτος] …   Dictionary of Greek

  • λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”